πρωτοστατώ

πρωτοστατώ
(ε) αμετ.
1) быть зачинателем, инициатором; 2) быть зачинщиком; быть вожаком

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πρωτοστατώ" в других словарях:

  • πρωτοστατώ — πρωτοστατῶ, έω, ΝΜΑ [πρωτοστάτης] νεοελλ. είμαι πρωτοστάτης, προΐσταμαι και διαδραματίζω πρωτεύοντα ρόλο στην επίτευξη ενός έργου, είμαι πρωτεργάτης («ο Γληνός πρωτοστάτησε στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση») αρχ. 1. στέκομαι πρώτος ή στέκομαι στην… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοστατώ — πρωτοστατώ, πρωτοστάτησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πρωτοστατώ — πρωτοστάτησα, είμαι πρωτοστάτης, αρχηγός, ηγούμαι, στέκομαι μπροστά απ όλους: Στη δημιουργία ταραχών πρωτοστάτησαν άγνωστα άτομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρωτοστατῶ — πρωτοστατέω stand first pres subj act 1st sg (attic epic doric) πρωτοστατέω stand first pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηγούμαι — (AM ἡγοῡμαι, έομαι, Α δωρ. τ. ἁγοῡμαι) 1. είμαι οδηγός, προπορεύομαι, προηγούμαι, δείχνω τον δρόμο («ὥς εἰπών ἡγεῑθ , ἡ δ ἕσπετο Παλλάς Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι, διευθύνω πρωτοστατώ («ηγούμαι τής επαναστάσεως») 3. (μτχ. ενεστ …   Dictionary of Greek

  • προεξάρχω — ΝΜΑ 1. κατέχω την πρώτη θέση, προηγούμαι, είμαι επικεφαλής, πρωτοστατώ (α. «συνοδικό συλλείτουργο προεξάρχοντος τού Αρχιεπισκόπου» β. «ὁ προεξάρχων τής ποίμνης» γ. «ο προεξάρχων τού χορού») 2. αρχίζω πρώτος, κάνω πρώτος την αρχή. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • πρωταγωνιστώ — πρωταγωνιστῶ, έω, ΝΑ [πρωταγωνιστής] (για ηθοποιούς) είμαι πρωταγωνιστής, υποδύομαι το πρώτο, το κύριο πρόσωπο ενός έργου νεοελλ. μτφ. διαδραματίζω τον σημαντικότερο ρόλο, αναπτύσσω σημαντικότατη δράση σε μία υπόθεση, είμαι πρωτεργάτης,… …   Dictionary of Greek

  • συναρχοστατούμαι — έομαι, Α μετέχω σε εκλογές. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀρχή «εξουσία» + στατῶ (< στάτης < ἵστημι, πρβλ. πρωτοστατῶ), πρβλ. και ἀρχοστάσια «εκλογές»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»